- κοινολεκτικός
- η , ό[ν] , κοινόλεκτος, ος , ον , κοινόλεχτος, η , ο разговорный, общеупотребительный (о слове, выражении)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοινολεκτικός — ή, ό 1. αυτός που λέγεται κοινώς, που ανήκει ή αναφέρεται στην κοινή γλώσσα 2. αυτός που είναι εύχρηστος στην καθομιλούμενη γλώσσα 3. γραμμ. ο σχηματισμένος κατά τον τρόπο τής καθομιλούμενης γλώσσας, τού κοινού λόγου («κοινολεκτική έκφραση»).… … Dictionary of Greek
κοινόλεκτος — η, ο (Α κοινόλεκτος, ον) (για λέξεις, φράσεις ή γραμματικούς τύπους) αυτός που λέγεται κατά την κοινή γλώσσα, που χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη, κοινολεκτικός. επίρρ... κοινολέκτως (Α) στην καθομιλουμένη, κοινολεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + … Dictionary of Greek
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek